1 ἀπο-χαλκεύω
ἀπο-χαλκεύω, von Erz schmieden, κνώδοντες ἀποκεχαλκευμένοι Xen. Cyneg. 10, 3.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀπο-χαλκεύω
2 αποχαλκευω
(κνώδοντες ἀποκεχαλκευμένοι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь > αποχαλκευω